ῥάπισμα

ῥάπισμα
ῥάπισμα, ατος, τό (ῥαπίζω; Antiphon et al.)
a blow inflicted by some instrument such as a club, rod, or whip, blow (Antiphanes in Athen. 14, 623b; Lucian, Dial. Mer. 8, 2) so perh. οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔλαβον Mk 14:65 (s. λαμβάνω 5). But even here it may have the mng. that is certain for the other passages in our lit.:
a blow on the face with someone’s hand, a slap in the face (s. ῥαπίζω and cp. ῥάπισμα Ael. Dion. ε, 55 [ῥάπισμα τὸ ἐπὶ τῆς γνάθου]; Alciphron 3, 3, 2; schol. on Pla. 508d, also Anth. Pal. 5, 289 [VI A.D.] ῥ. ἀμφὶ πρόσωπα; AcJo 90 [Aa II/1 p. 195f]) διδόναι ῥάπισμά τινι give someone a slap in the face J 18:22 (but s. Field, Notes 105f); pl. 19:3. ἐάν τίς σοι δῷ ῥάπισμα εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα D 1:4. τιθέναι τὰς σιαγόνας εἰς ῥαπίσματα offer the cheeks to slaps B 5:14 (Is 50:6).—PBenoit, Les Outrages à Jésus Prophète, OCullmann Festschr., ’62, 92–110.—DELG s.v. ῥάπτω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥάπισμα — stroke neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράπισμα — το / ῥάπισμα, ίσματος, ΝΜΑ [ῥαπίζω] χτύπημα στο πρόσωπο με ανοιχτή παλάμη τού χεριού (α. «oἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλλον», ΚΔ β. «ῥάπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ», εκκλ.) νεοελλ. μτφ. ηθική μείωση ή οδυνηρή έκπληξη… …   Dictionary of Greek

  • ράπισμα — το, ατος κόλαφος μπάτσος: Δέχτηκε ξαφνικά ένα δυνατόράπισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥαπισμάτων — ῥάπισμα stroke neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσμασι — ῥάπισμα stroke neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσμασιν — ῥάπισμα stroke neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσματα — ῥάπισμα stroke neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσματι — ῥάπισμα stroke neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσματος — ῥάπισμα stroke neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SALAPITTA — Graece ῥάπισμα, vide supra, Latini alapis dignus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”